σμιγάδι

σμιγάδι
και σμιγάρι, το, Ν
ο σμιγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σμιγάδι < σμιγός + κατάλ. -άδι (πρβλ. ασπρ-άδι), ενώ ο τ. σμιγάρι < σμιγός + κατάλ. -αρι (πρβλ. βλαστ-άρι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σμιγάδι — σμιγάδι, το και σμιγός, ο μείγμα σιταριού και κριθαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κριθόπυρον — κριθόπυρον, τὸ (Α) πάπ. μίγμα από κριθάρι και σιτάρι, σμιγάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + πυρον (< πυρός «είδος εκλεκτού σιταριού»), πρβλ. διόσ πυρος, λευκό πυρος] …   Dictionary of Greek

  • σμιγαδοκαλλιέργεια — η, Ν η σύγχρονη σπορά και καλλιέργεια μίγματος σίτου και κριθής ή σίτου και σίκαλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμιγάδι + καλλιέργεια] …   Dictionary of Greek

  • αλωνιάτικο, το — και συνήθ. στον πληθ., αλωνιάτικα η αμοιβή των αλωνιστών: Τα αλωνιάτικα τα πληρώσαμε σε σμιγάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”